Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απέρωτος — ἀπέρωτος, ον (Α) ο χωρίς έρωτα, δυσάρεστος («άπέρωτος ἔρως») (πρβλ. «γάμος ἄγαμος», Αισχύλος) … Dictionary of Greek
παρανικώ — άω, Α κατανικώ, υποδουλώνω, υποτάσσω («θηλυκρατὴς ἀπέρωτος ἔρως παρανικᾷ κνωδάλων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek